- συνεπιφθεγγομαι
- συνεπιφθέγγομαισυν-επιφθέγγομαι1) звучать вместе, вторить
(τῷ παιᾶνι Plut.)
2) подкреплять своим голосом Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῷ παιᾶνι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεπιφθέγγομαι — ΜΑ μιλώ ταυτοχρόνως με άλλον αρχ. 1. λέω κάτι ενώ ταυτόχρονα γίνεται κάτι άλλο 2. μιλάω για το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιφθέγγομαι «μιλώ, αναφέρω»] … Dictionary of Greek